- κακοπαθητικός
- κακοπαθητικόςmiserablemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοπαθητικός — κακοπαθητικός, ή, όν (Α) [κακοπαθώ] δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος … Dictionary of Greek
κακοπαθητικώτερον — κακοπαθητικός miserable adverbial comp κακοπαθητικός miserable masc acc comp sg κακοπαθητικός miserable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθητικοί — κακοπαθητικός miserable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθητικήν — κακοπαθητικός miserable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)